Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Τι είναι πόλη;



Τι είναι πόλη; (ο μύθος του Αισώπου για τον ποντικό που επισκέφτηκε την πόλη) 

«Ένας ποντικός που ζούσε σε ένα σπίτι επισκέφτηκε  έναν συγγενή του ποντικό που ζούσε στους αγρούς. Ο ποντικός του αγρού, θέλοντας να τον ευχαριστήσει, έβγαλε να τον κεράσει ό,τι πιο εκλεκτό είχε, όπως φρέσκες ρίζες, χορταράκια και σιτάρι. Μετά το φαγητό βγήκαν βόλτα στον καθαρό αέρα, περπάτησαν, έπαιξαν και απόλαυσαν την ελευθερία τους. Το βράδυ, όμως που έπιασαν κουβέντα ο ποντικός της πόλης είπε: Καλέ μου φίλε, ωραία πέρασα εδώ στην εξοχή, αλλά έχει πολύ μοναξιά. Δύσκολα να βρεις κάποιον να κάνεις παρέα. Και το φαγητό δεν έχει ποικιλία. Εμείς στο σπίτι τρώμε σαν βασιλιάδες, από όλα τα καλά. Τι κάθεσαι και δεν έρχεσαι μαζί μου; Ο ποντικός του αγρού ενθουσιάστηκε με αυτά που άκουσε και αποφάσισε να τον ακολουθήσει. Όταν έφτασαν στο κελάρι όπου ζούσε ο ποντικός του σπιτιού έκανε μια ξενάγηση στον φίλο του. Του έδειξε τις στάμνες με το λάδι και το κρασί, τα τσουβάλια με το αλεύρι και τα όσπρια, τα πανέρια με τα ξερά σύκα και άλλα πολλά καλούδια, αφού όπως είπαμε το σπίτι ήταν ενός πλούσιου ανθρώπου. Όταν τελείωσε η ξενάγηση, πήρε ο καθένας τους από ένα κομμάτι τυρί και στρώθηκαν στο φαγητό. Έτυχε, όμως, εκείνη την ώρα, κάποιος υπηρέτης του σπιτιού να χρειαστεί κάτι από το κελάρι. Έτσι άνοιξε η πόρτα ξαφνικά με θόρυβο και ο υπηρέτης μπήκε μέσα στο κελάρι με γρήγορα βήματα. Το ποντίκι του σπιτιού, τρομαγμένο, άφησε το φαγητό και έτρεξε να κρυφτεί στην φωλιά που είχε σκάψει σε έναν τοίχο. Το ποντίκι όμως του αγρού, μαθημένο στην ηρεμία της φύσης, τα έχασε, δεν ήξερε τι να κάνει και πάγωσε από τον φόβο του εκεί που καθόταν. Όταν ο υπηρέτης έφυγε και έκλεισε πίσω του την πόρτα, ο ποντικός του σπιτιού βγήκε από την φωλιά του και πήγε κοντά στον φίλο του λέγοντας: Έλα να συνεχίσουμε το φαγητό μας, πέρασε ο κίνδυνος. Τότε ο ποντικός του αγρού, με σοφία, απάντησε: Φίλε μου χάρισμα σου τα πλούσια φαγητά. Εγώ επιστρέφω στο σπίτι μου. Προτιμώ να τρώω φτωχικά και να είμαι ήσυχος, παρά να τρώω πλουσιοπάροχα και να μην μπορώ να ησυχάσω ούτε στιγμή.»

Ο παραπάνω μύθος αποτυπώνει δύο διαφορετικούς κόσμους, από τη μια το χωριό-ο αγροτικός χώρος και από την άλλη η  πόλη.
Η πόλη, σύμφωνα με το μύθο προσφέρει ποικιλία αγαθών, αλλά ταυτόχρονα εγκυμονεί και κινδύνους.
Η πόλη δεν είναι μόνο το σύνολο των κτιρίων και των ελεύθερων χώρων της. Είναι, πρωτίστως, ο χώρος που οι κάτοικοί της ζουν, κινούνται και ενεργούν, ο χώρος των καθημερινών ή έκτακτων δραστηριοτήτων τους.
Η σύνδεση της πόλης με τους ανθρώπους που την κατοικούν, τους θεσμούς και τις διοικητικές μεθόδους γίνεται για πρώτη φορά από τους κοινωνιολόγους της Σχολής του Σικάγου. Η πόλη δεν είναι μόνο μια εδαφική οντότητα, αλλά αντίθετα εκφράζει και περιλαμβάνει πτυχές της ευρύτερης κοινωνίας. Ο χώρος της πόλης μοιράζεται σε τμήματα, των οποίων η αξία αποτιμάται χρηματικά. Ο κατατετμημένος αυτός χώρος γίνεται εμπόρευμα, πωλείται και αγοράζεται σε διαφορετικές τιμές, συμβάλλοντας στον περιορισμό ή και των αποκλεισμό κοινωνικών ομάδων και ατόμων από το χώρο της πόλης.
Αν αναφερθούμε στην πόλη του Βόλου θα δούμε πως στο πρόσφατο παρελθόν τα ανώτερα κοινωνικά-οικονομικά στρώματα κατοικούσαν στην παραλία και γύρω από το εμπορικό κέντρο, συνοικίες Αγίου Νικολάου και Αγίου Κωνσταντίνου. Η εργατική τάξη κοντά στα εργοστάσια και τις αποθήκες καπνού, συνοικία Αγίων Θεοδώρων. Η Ν. Ιωνία ως προσφυγούπολη-εργατούπολη  είχε τη δική της πορεία.
Τα τελευταία χρόνια είδαμε μια μεταστέγαση των οικονομικά ανωτέρων τάξεων του Βόλου προς τις παρυφές της πόλης και γενικά όπου υπήρχε ελεύθερη γη για να κτιστούν λαμπρές μονοκατοικίες, μιας και το κέντρο θυσιάστηκε στις πολυκατοικίες. Έτσι η κοινωνική ανθρωπογεωγραφία της πόλης αλλάζει με βάση τα νέα δεδομένα οικονομικά αλλά και πρότυπα αστικής ζωής. Θα μπορούσαμε να δεχτούμε την ανάλυση του Hoyt «διαδικασία καθοδικής διύλισης», όπου το κέντρο της πόλης κατοικείται από φτωχότερους πληθυσμούς. Έξω από το κέντρο κατοικούν τα μεσοαστικά στρώματα και ακόμα μακρύτερα, διαμένουν τα εύπορα στρώματα. Η παραγωγή νέων κατοικιών στα προάστια δημιουργεί μετακινήσεις των αστών προς τα νέα προάστια των εύπορων τάξεων. Η διαδικασία αυτή ακολουθείται από διαδοχικές μετακινήσεις των στρωμάτων της πόλης προς τις ανώτερες οικιστικές κλίμακες. Οι αστικές τάξεις, αφήνουν τον πυρήνα της πόλης να δεχθεί νέους μετανάστες στις υποβαθμισμένες περιοχές του κέντρου (Ν. Ιωνία το κέντρο της καταλαμβάνεται από Ρομά και οικονομικούς μετανάστες). Η έξοδος αυτή των αστών συνοδεύεται από με διαδικασία καθοδικής διύλισης ή φιλτραρίσματος προς τα κάτω του οικιστικού αποθέματος από τις πλουσιότερες προς στις φτωχότερες ομάδες του πληθυσμού.
Ας δούμε και το χωριό. Ο αγροτικός χώρος είναι ο χώρος με το βαθύ ιστορικό παρελθόν στον οποίο η διάσπαρτη παρουσία των ανθρώπων στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο συνδυάζεται με τις μικρές πληθυσμιακές συγκεντρώσεις και τη συνεκτική και υποχρεωτικά πολυλειτουργική (κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική) οργάνωση των μικρών κοινοτήτων. Είναι ο χώρος στον οποίο οι έντονες γεωμορφολογικές, και κατ' επέκταση και παραγωγικές διαφορές, επιβάλλουν, κατά τόπους, ιδιαίτερες μορφές οργάνωσης της ζωής, ενώ διαμορφώνουν και διαφορετικές αξίες και νοοτροπίες.
Σήμερα συνεχίζουν να αναπαράγονται στερεότυπα που θέλει τον αγροτικό χώρο να υπολείπεται σε καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, έχοντας ως αντιστάθμισμα την ήρεμη ζωή χωρίς κινδύνους.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ο αγρότης διάγει βίο μακράν από καταναλωτικές συνήθειες και αγαθά; Είναι η ζωή του ήρεμη που ακολουθεί το κυκλικό χρόνο των γεωργικών και κτηνοτροφικών του ενασχολήσεων; Ή μήπως η ζωή του έχει κατά ένα μέρος «αστικοποιηθεί»;
 Το πέρασμα από τις παραδοσιακές μορφές οργάνωσης της κοινωνίας και της οικονομίας του αγροτικού χώρου στις λογικές της οικονομίας της αγοράς, συνοδεύθηκε από ριζικές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές αλλαγές, πολλές από τις οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν ως κοινωνικά οδυνηρές. Το διευρυμένο νοικοκυριό και η πολυμελής οικογένεια καθώς και άλλες μορφές κοινωνικών-οικονομικών μορφών οργάνωσης  (πατρυά, τσελιγκάτα κ.α.) με τις συλλογικές τους λειτουργίες παύουν να υφίστανται. Η πορεία προς ένα νέο αγροτικό χώρο με βάση το νέο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό και καταναλωτικό κύτταρο, την ολιγομελή πυρηνική οικογένεια, είναι αναπόφευκτη.
Η νέα αγροτική κοινωνική σύνθεση και διαστρωμάτωση στην «αγροτική» κοινότητα και περιφέρεια, με μοχλό άλλοτε την πολυαπασχόληση ή την εξωαγροτική απασχόληση και άλλοτε την αύξηση των αστικών επαγγελμάτων ή τις κρατικές ενισχύσεις και προγράμματα, μετασχηματίζεται ακόμα πιο ριζικά στη βάση νέων μηχανισμών αναπαραγωγής της σύγχρονης αγροτικής οικογένειας και της χωρικής κοινωνίας, στη διαμόρφωση των οποίων η Κοινή Ευρωπαϊκή Αγροτική Πολιτική παίζει κεντρικό ρόλο.
Κλείνοντας αυτό τον μικρό σχολιασμό μπορούμε να πούμε πως διαφορές ανάμεσα στην πόλη και στο χωριό υπάρχουν αλλά δεν σηματοδοτούν ένα αντιθετικό δίπολο ανάμεσα στην πρόοδο και στη στασιμότητα, στην παράδοση και τη νεωτερικότητα-μετανεωτερικότητα.
 
Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο αποτελεί εργασία στο μάθημα " Λαογραφία και Ανθρωπολογία της Πόλης" με διδάσκοντα τον καθηγητή Ευάγγελο Αυδίκο.