Σάββατο 12 Ιουλίου 2008

Ρομ ή Τσιγγάνοι


Από την εθνική ομοιογένεια στην πολυπολιτισμικότητα

του Τσιμπλούλη Γεράσιμου


Στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο των καιρών μας συνεχίζεται από μία μερίδα συμπολιτών μας να προβάλλεται η εικόνα μιας Ελλάδας εθνικά ομογενούς και ομοιογενούς. Οι ελληνικές διοικήσεις κατάφεραν να ενσωματώσουν στον εθνικό κορμό τις σημαντικότερες μερίδες μη ελληνόφωνων ή μη ορθόδοξων πληθυσμών, κατά κανόνα με επιτυχία. Στην Ελλάδα υπάρχει μόνο η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης που απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα τα οποία προβλέπονται από τη συνθήκη της Λοζάννης.
Η ένταξη της χώρας μας στην οικογένεια της Ε.Ε και οι θεμελιώδεις αλλαγές που οφείλονται σε συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές και σε συγκεκριμένα ιστορικά αίτια, οδήγησαν την Ελλάδα σε κοινωνικούς μετασχηματισμούς και της προσδίδουν σήμερα τον χαρακτήρα μιας πολυπολιτισμικής χώρας.
Ο σύγχρονος κόσμος μας υπαγορεύει να δεχόμαστε νέες μορφές ετερότητας.
Στις παρυφές της πόλης
Κινούνται ελάχιστα ανάμεσά μας, τους συναντάμε συνήθως στη λαϊκή. Τα κοινωνικά στερεότυπα έχουν δημιουργήσει την εικόνα του άλλου. Είναι αυτοί που δε θέλουν να αφομοιωθούν, στήνουν καβγάδες, είναι όλο κλάψα και όλο δώσε. Ζουν στις παρυφές της πόλης, πάνω από τις σιδηροδρομικές γραμμές, δίπλα στον Ξηριά. Είναι οι Γύφτοι που ζουν σε παράγκες ή σε πολυτελείς διώροφες κατοικίες.
Τα παιδιά των Ρόμ στο ελληνικό σχολείο
Μέσα από επιτόπια έρευνα που έγινε το 1995 εξήχθησαν ορισμένα συμπεράσματα.
α) Τα τσιγγανόπουλα δε γράφονται στις περισσότερες περιπτώσεις, σε κανονική ηλικία.
β) Διακόπτουν τη φοίτησή τους ή κάνουν πολλές απουσίες.
γ) Υστερούν σε παραστάσεις σε σχέση με τα ίδιας ηλικίας «μπαλαμό».
δ) Ραγδαία μείωση του δυναμικού των τσιγγανόπαιδων όσο ανεβαίνουμε τις τάξεις.
ε) Δεν έρχονται σχολείο γιατί εργάζονται. Η εργασία είναι το μοναδικό μέσο για την επιβίωσή τους, το διεκδικούν ως πρωταρχικό δικαίωμα που τους παρέχει έναν ελάχιστο βαθμό αξιοπρέπειας.
Η έρευνά μας επαναλήφθηκε το Φεβρουάριο του 2006. Πόσο όμως διαφοροποιείται το χθες με το σήμερα; Μήπως τα τσιγγανόπουλα θα είναι οι αυριανοί λειτουργικά αναλφάβητοι αποκομμένοι από τις διαδικασίες της «Δια βίου μάθησης»; Ο ρατσισμός πόσο εμποδίζει;
Ρατσισμός
Ο όρος ράτσα ή φυλή χρησιμοποιείται για να υποδουλώσει ανθρώπινες ομάδες που παρουσιάζουν τα ίδια φυσικά χαρακτηριστικά, όπως χρώμα δέρματος, διαστάσεις κρανίου, χαρακτηριστικά προσώπου, και άλλα. Μερικές φορές, σε μερικά χαρακτηριστικά μιας φυλής αποδίδονται ανύπαρκτοι ψυχολογικοί και ηθικοί χαρακτήρες. Με βάση αυτές τις λανθασμένες προϋποθέσεις, μερικές φυλές θεωρούνται ανώτερες και άλλες κατώτερες, δικαιολογώντας έτσι την κυριαρχία των μεν επί των δε. Ο ρατσισμός εκδηλώνεται απέναντι σε ομάδες που θεωρούνται μειονοτικές. Το πρόβλημα των μειονοτήτων στην Ευρώπη κάνει την εμφάνισή του στις αρχές του 19ου αιώνα
Ο ορισμός που χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει το φαινόμενο αυτό, είναι ο ορισμός που πρότεινε το 1945 ο κοινωνιολόγος Louis Wirth «μειονότητα αποτελεί κάθε ομάδα ατόμων που, λόγω της ύπαρξης ορισμένων χαρακτηριστικών φυσικών ή πολιτισμικών, βλέπει να της συμπεριφέρονται διαφορετικά και μάλιστα χειρότερα από ό,τι στα άλλα μέλη της κοινωνίας στη οποία ζει, οπότε θεωρεί ότι αποτελεί αντικείμενο συλλογικής διάκρισης.» Δεν αρκεί όμως να είναι κάποιοι λιγότεροι σε αριθμό για να αποτελέσουν μειονότητα. Το κοινωνικό και το ιστορικό πλαίσιο είναι εκείνο που γεννά τη μειονοτική συνείδηση σε μια ομάδα.
Ορισμένοι μιλούν στις ημέρες μας για την εμφάνιση ενός πολιτισμικού ρατσισμού. Ο ρατσισμός που υπάρχει απέναντι στους Τσιγγάνους, μπορούμε να δεχτούμε πως ξεκινά από την πολιτισμική διαφορετικότητα που υπάρχει. Ο τρόπος ζωής και συμπεριφοράς των Τσιγγάνων, τα ήθη και τα έθιμα, οι αξίες που διέπουν τη ζωή τους, οδηγεί τους εκπροσώπους της κουλτούρας της πλειοψηφίας να θεωρούν αυτή την πολιτισμική διαφορετικότητα, ως κατωτερότητα. Οδηγούμαστε δυστυχώς σε προκαταλήψεις, διακρίσεις που ωθούν τους Τσιγγάνους στην απομόνωση και τη γκετοποίηση. Στις μέρες μας ο πολιτικός λόγος έρχεται να δώσει μια νέα διάσταση στη θέση της ελληνικής πολιτικής απέναντι στους Ρομά. Μιας πολιτικής που στη βάση της είναι μεν θετική, αλλά απέχει ακόμα πολύ από την πραγματικότητα που βιώνουν οι Τσιγγάνοι.

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2008

Ε.Α.Α.


Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Εκπαίδευση για την Αειφορία

του Τσιμπλούλη Γεράσιμου
Δάσκαλου –μέλους της Π.Ο. του Κ.Π.Ε. Μακρινίτσας


Το ερώτημα που πρέπει να μας απασχολεί είναι « τι αυτό που δημιουργεί την περιβαλλοντική κρίση;»
Ο συγγραφέας Μακ Κίμπεν μίλησε για «το τέλος της φύσης», γατί ο σημερινός άνθρωπος της Δύσης αντιμετωπίζει τη φύση με τη διαμεσολάβηση της ανθρώπινης τεχνολογίας. Τα επιτεύγματα της δυτικής κοινωνίας στηρίζονται και στη δραστική μείωση της υποταγής του ανθρώπου στις δυνάμεις και στους περιορισμούς της φύσης. Ακόμα και σε εκείνα τα μέρη του κόσμου όπου η παραδοσιακή σχέση συνύπαρξης με τη φύση είναι αισθητή, η ίδια η φύση επηρεάζεται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Οι ντόπιοι κάτοικοι των τροπικών δασών του Αμαζονίου βλέπουν το φυσικό τους περιβάλλον να αλλάζει από τις αναπτυξιακές πολιτικές. Οι παραδοσιακοί ψαράδες του Ειρηνικού βλέπουν τα αλιεύματά τους να λιγοστεύουν εξαιτίας της «σύγχρονης» αλιείας που επιβάλλουν οι ανεπτυγμένες χώρες. Οι αγροτικές πεδινές εκτάσεις του Μπάνγκλα Ντες, καταστράφηκαν από πλημμύρες στις αρχές του 1991. Αιτία του κακού οι καθοδηγούμενες από τη Δύση τακτικές αποξήρανσης και τα διάφορα αναπτυξιακά προγράμματα που προκάλεσαν διαβρώσεις στα ορεινά.. Η φύση δεν είναι πια αυτό που ήταν.
Και εμείς πώς απαντάμε σ’ αυτές τις περιβαλλοντικές προκλήσεις;
Μένουμε σε διαπιστώσεις και σε προτάσεις ή οραματιζόμαστε προηγούμενες κοινωνίες που υποτίθεται ότι βρίσκονταν σε μεγαλύτερη επαφή και αρμονία με τη φύση;
Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτή η άποψη για το παρελθόν ενισχύεται από το πρίσμα υπό το οποίο κοιτάζουμε συνήθως την Ιστορία. Έτσι όταν μελετούμε προηγούμενους πολιτισμούς, τείνουμε να ερμηνεύσουμε την πορεία τους και την κατάρρευσή τους με πολιτικούς και οικονομικούς όρους. Ωστόσο σήμερα έρχονται στο φως της δημοσιότητας μελέτες που εξηγούν την καταστροφή πολιτισμών με οικολογικούς βασικά παράγοντες.
Κατά τους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους ο άνθρωπος φαίνεται να υποτάσσεται στη φύση, η οποία ταυτίζεται με το θείο και προσπαθεί να δώσει ερμηνείες στις απορίες του με τους μύθους. Και όμως τα περιβαλλοντικά προβλήματα υπήρχαν ως απόρροια της ανθρώπινης δράσης.
Οι Σέιμουρ και Τζιραρντέ (1990) υποστηρίζουν πως σημαντικοί οικολογικοί παράγοντες βρίσκονται πίσω από την καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού. «…Ο πληθυσμός των Κρητών ήταν πολύ μεγάλος κατά τη Μινωική Εποχή. Η Κρήτη έκανε εξαγωγές τροφίμων εκείνο τον καιρό: ο χρυσός, ο χαλκός, οι πολύτιμοι λίθοι και άλλες πολύτιμες πρώτες ύλες που βρέθηκαν σε αφθονία χάρη στις ανασκαφές αγοράστηκαν όλες χάρη στην εξαγωγή τροφίμων. Οι Κρήτες της Μινωικής Εποχής έχασαν την καλλιεργήσιμη γη τους και αυτό αποδυνάμωσε και εντέλει κατέστρεψε τον πολιτισμό τους. Η ηφαιστειακή έκρηξη της Θήρας ήταν μόνο η χαριστική βολή».
Επίσης την εποχή της ναυπήγησης της Αργούς τα κυπαρισσοδάση του νότιου Αιγιακού χώρου έτειναν να εξαφανιστούν λόγω της ληστρικής εκμετάλλευσής τους από τους Μινωίτες και τους Μυκηναίους. Έτσι οι ναυπηγοί της εποχής αναγκάστηκαν να στραφούν σε άλλες πηγές ναυπηγικής ξυλείας.
Το 17ο και 18ο αιώνα ο Διαφωτισμός οδηγεί τον άνθρωπο να θεωρηθεί πως η δημιουργία του κόσμου, η φύση υπάρχει για να εξυπηρετεί τις ανάγκες του. Είναι η κορυφή της πυραμίδας. Στη συνέχεια ο Ρουσσώ με το έργο του μας παραπέμπει σε μια βουκολική και φυσιολατρική σχέση με το περιβάλλον. Υπάρχει ένας θαυμασμός στη σοφία των πρακτικών των αγροτικών πληθυσμών των ιθαγενών.
Όμως η θεωρία του Δαρβίνου θα περάσει και στις κοινωνικές επιστήμες, ώστε να έχουμε ιδέες της εξέλιξης και της "επιβίωσης των ανταγωνιστικότερων" κοινωνιών. Οι πολιτισμοί ιεραρχούνται σε κατώτερους και ανώτερους. Αυτή η θεώρηση συνεχίζει να υπάρχει ως τις μέρες μας, όπου η υπεροχή του δυτικού πολιτισμού, ως σκέψη, ως σύστημα αξιών και ως τρόπος ζωής επιβάλλεται σε όλο τον πλανήτη.
Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε πως σ’ αυτή την ιστορική διαδρομή ο άνθρωπος και η φύση έχουν μια διαλεκτική σχέση. Ο άνθρωπος προσπαθεί να κατανοήσει, να τιθασεύσει, να υποτάξει, να μιμηθεί τη φύση, ενυπάρχοντας όμως αντικρουόμενες απόψεις, από τη μια ο άνθρωπος κυρίαρχος της φύσης και από την άλλη μέρος αυτής.
Η μελέτη αυτή μας οδηγεί σε δυο σημαντικά συμπεράσματα. Πρώτον καταρρίπτεται κάθε υπέρμετρη ρομαντική άποψη για το πόσο καλή ήταν η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον στο παρελθόν. Δεν είμαστε λοιπόν οι μόνοι που αντιμετωπίζουμε οικολογικά προβλήματα. Αυτό δεν πρέπει να μας καθησυχάζει, γιατί οδηγούμαστε στο δεύτερο συμπέρασμα πως τα οικολογικά προβλήματα μπορούν να συντελέσουν στην κατάρρευση πολιτισμών και στον αφανισμό ολόκληρων κοινωνιών.
Οι οικολογικές ομάδες έπαιξαν το μεγαλύτερο ρόλο για να έλθουν στο προσκήνιο τα Πράσινα ζητήματα, δεν ήρθαν όμως σε απότομες ρήξεις με τις τρέχουσες κοινωνικές συμβάσεις. Δεν προχώρησαν σε κριτική της βασικά καπιταλιστικής «βιομηχανικής κουλτούρας» μας.
Απέναντι στον πράσινο καταναλωτισμό που ουσιαστικά δεν αλλάζει τον τρόπο της ζωής μας, μερικοί οικολόγοι συγκρότησαν μια νέα συνεκτική και ριζοσπαστική Πράσινη σκέψη. Η Πράσινη ιδεολογία θέτει μια πρόκληση σε πολλά από τα αξιώματα του Διαφωτισμού που επικρατούν στην κοινωνία μας. Αμφισβητεί την αφοσίωσή μας στην οικονομική ανάπτυξη και στην υλική πρόοδο. Εξαίρει τη λιτότητα και την αυτοσυγκράτηση. Ευνοεί τον ολισμό έναντι του ατομικισμού. Όλη η φύση δικαιούται τον ίδιο ηθικό σεβασμό που μέχρι τώρα κατέχει ο άνθρωπος.
Οι Πράσινοι παίρνουν στα σοβαρά τα οικολογικά μας προβλήματα. Υποστηρίζουν ότι πρέπει να πάρουμε άμεσα μέτρα για να μειωθεί η κατανάλωση ενέργειας και πρώτων υλών και να ελαττωθεί δραστικά η ρυπογόνα συμπεριφορά μας. Κατά την άποψή τους, πρέπει να μειώσουμε τις απαιτήσεις μας για τα υλικά αγαθά και να μάθουμε να απολαμβάνουμε πιο απλούς και βιώσιμους τρόπους ζωής. Οφείλουμε να προχωρήσουμε στην αποκέντρωση των κοινωνιών μας και να μάθουμε να ζούμε κυρίως με τους πόρους του τόπου μας.
Ενώ η πράσινη σκέψη φαίνεται πως είναι ο μονόδρομος για τη λύση της περιβαλλοντικής κρίσης απέτυχε ως πολιτική πρακτική.
Σήμερα στις κοινωνικές επιστήμες τείνει να επικρατήσει η αντίληψη πως η φύση δεν είναι μια αιώνια και αναλλοίωτη ουσία έξω από την ανθρώπινη κοινωνία. Ιδιαίτερα η Κοινωνική Ανθρωπολογία προωθεί μια διαλεκτική αντίληψη για τη σχέση φύσης και πολιτισμού. Ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης και η εξέλιξή του πραγματοποιείται διαμέσου των αντενεργειών του με αυτήν. Η κοινωνικοποίηση της φύσης και ο συνεχής διάλογος με τον πολιτισμό επηρεάζουν τις ίδιες τις λειτουργίες της (Νιτσιάκος 1991). Στη φύση λοιπόν είναι ενσωματωμένη η ιστορία της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η προστασία του περιβάλλοντος λοιπόν δεν είναι μόνο ζήτημα τεχνικό και πολιτικό αλλά και θέμα πολιτισμού. Η διαμόρφωση στάσεων και αξιών για την προστασία και την αειφορική του διαχείριση περνά μέσα από την εκπαίδευση. Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση δε πρέπει να στοχεύει μόνο στην ενημέρωση και στην ευαισθητοποίηση για τα μείζονα περιβαλλοντικά προβλήματα αλλά και στην υιοθέτηση μιας πολιτικής που θα οδηγεί σε σοφές και δίκαιες αποφάσεις για τη χρήση των παγκόσμιων φυσικών πόρων. Η δικαιοσύνη απέναντι στις επερχόμενες γενιές απαιτεί μια πιο σφικτή πολιτική για το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους, όπου συνεπάγεται θυσίες από τις σημερινές γενιές στα πλούσια έθνη. Ο σημερινός δυτικός τρόπος σκέψης και ζωής δεν εγγυάται προς το παρόν μια ισορροπία και αρμονία των ανθρώπινων δράσεων και της φύσης. Το κυρίαρχο μεταβιομηχανικό πνεύμα της υλικής αφθονίας παραμένει στη θέση, πως ο κόσμος δημιουργήθηκε για τον άνθρωπο. Η βίωση στην καθημερινότητά μας προβλημάτων που εστιάζονται στο περιβάλλον μας οδηγεί σε μια νέα θεώρηση, αυτή της Αειφόρου Ανάπτυξης με εργαλείο της και την Εκπαίδευση.
Η Εκπαίδευση θα πρέπει να οδηγήσει στην κατάργηση κοινωνικών στερεοτύπων (π.χ υπεροχή του δυτικού πολιτισμού, εγωκεντρική-ανθρωποκεντρική προσέγγιση της φύσης) και αλλαγή του αξιακού συστήματος, ώστε να οδηγηθούμε στην αλλαγή στάσεων και συμπεριφορών, που θα συμβάλλουν στην κοινωνική και «περιβαλλοντική» συνοχή που θα οδηγεί στη δράση για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Η Εκπαίδευση πρέπει να ανατροφοδοτείται και να είναι ευέλικτη, ώστε να ανταποκρίνεται στις στρατηγικές της Αειφόρου Ανάπτυξης.
Επομένως η Π.Ε. ως ένα κομμάτι της Εκπαίδευσης δε θα πρέπει να μείνει περιχαρακωμένη σε πρακτικές του παρελθόντος. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος η Π.Ε. δε μπορεί να αποτελεί «προνόμιο» ενός μέρους του μαθητικού πληθυσμού, ούτε όαση ενός εκπαιδευτικού συστήματος που αποσκοπεί στην άμεση μετάδοση, απομνημόνευση και αναπαραγωγή της γνώσης.
Για τη Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση πρέπει να ακολουθηθεί το Πολυεπιστημονικό Μοντέλο ή Μοντέλο του Εμβολιασμού όπου η Π.Ε. ενσωματώνεται στο περιεχόμενο των μαθημάτων. Τα νέα διδακτικά βιβλία κινούνται προς αυτή την αρχή, χρειάζεται όμως περισσότερη προσπάθεια. Ο χρόνος της Ευέλικτης Ζώνης άνετα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προγράμματα Π.Ε.
Για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση μπορεί να ακολουθηθεί το Διεπιστημονικό Μοντέλο όπου η Π.Ε. οργανώνεται ως ξεχωριστός τομέας, όπου συνεργάζονται διαφορετικές επιστήμες και μαθήματα και να ενσωματωθεί στο κανονικό ωρολόγιο πρόγραμμα. Για να μην υπάρξει παρεξήγηση δεν εννοούμε η Π.Ε να έχει τη μορφή μαθήματος, όπως αυτή την οποία γνωρίζουμε, αλλά ο εκπαιδευτικός μαζί με τους μαθητές του να σχεδιάζει και να υλοποιεί projects, όπου οι διερευνητικές και εποικοδομιστικές μέθοδοι διδασκαλίας συντελούνται μέσα σε ομαδοσυνεργατικά πλαίσια κοινωνικής οργάνωσης της σχολικής τάξης.
Συνοψίζοντας γίνεται αντιληπτό πως η Π.Ε. πρέπει να συνεχίσει προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσής της στην Εκπαίδευση που στοχεύει στην Αειφόρο Ανάπτυξη. Θα πρέπει όμως εδώ να παραθέσω την άποψη του καθηγητή Μιχάλη Σκούλλου που με βρίσκει σύμφωνο, «…μόνο με την εκπαίδευση δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε την κοινωνία και την οικονομία και να προστατεύσουμε το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους και να επιτύχουμε αειφόρο ανάπτυξη. Η εκπαίδευση είναι τμήμα μιας μεγαλύτερης παρέμβασης της λεγόμενης «διακυβέρνησης». Ως διακυβέρνηση θεωρούμε το σύνολο των ενεργειών και των διατεταγμένων οργανωμένων λειτουργιών μιας κοινωνίας η οποία μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα. Μόνο με την εκπαίδευση δεν μπορούμε λοιπόν να δράσουμε και να έχουμε αποτέλεσμα, καθώς χρειαζόμαστε και νομοθεσία/θεσμούς, τεχνολογία κ.α.»
Τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης μπορούν να έχουν ρόλο πρωταγωνιστικό, ανταποκρινόμενα στις ανάγκες της τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί τόσο με νομοθετικές ρυθμίσεις όσο και με το άνοιγμά τους και σε άλλες κοινωνικές ομάδες. Το κάθε Κ.Π.Ε. θα πρέπει να αποτελεί κέντρο επιμόρφωσης για τους εκπαιδευτικούς της περιοχής του. Μια επιμόρφωση που θα είναι εις βάθος χρόνου (μοντέλο επιμόρφωσης προγράμματος ΜΕΛΙΝΑ). Επίσης στενότερη διασύνδεση με τα σχολεία που υλοποιούν προγράμματα των Κ.Π.Ε, γιατί ο χρόνος υλοποίησης των προγραμμάτων είναι μικρός για να έχουμε επίτευξη της στοχοθεσίας.
Συνάμα και ο ρόλος των Υπευθύνων δε θα πρέπει να σταματά στην διεκπεραίωση της αλληλογραφίας, αλλά να έχει ρόλο συμβουλευτικό και καθοδηγητικό, ίσως η θέσπιση Συμβούλου Καινοτόμων Δράσεων έδινε μια νέα δυναμική στο εκπαιδευτικό μας σύστημα.

Βιβλιογραφία
Δημητρίου Σ., Η εξέλιξη του ανθρώπου, τόμος IV, Αθήνα: Καστανιώτης, 1996
Ματσαγγούρας Η., Η διαθεματικότητα στη σχολική γνώση, Αθήνα: Γρηγόρη, 2004
Χημικό Τμήμα Πανεπιστημίου Αθηνών, Μεθοδολογία για την εφαρμογή εκπαιδευτικών υλικών στην Εκπαίδευση για το Περιβάλλον και την Αειφορία, Αθήνα: 2003
Hall St.- Held D.-McGrew A., Η Νεωτερικότητα Σήμερα, Αθήνα: Σαββάλας, 2003

Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την εισήγηση που έγινε στο 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο των Κ.Π.Ε, που πραγματοποιήθηκε στην Κλειτορία (26-29/6/ο8)

Τρίτη 1 Ιουλίου 2008

Περιβάλλον και Πολιτισμός


Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση πάει Μουσείο


«Η Ευέλικτη Ζώνη της υποχρεωτικής εκπαίδευσης αποτελεί καινοτομία του ΥΠΕΠΘ μέσω του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου που αποβλέπει στην αναβάθμιση του κοινωνικού και πολιτιστικού ρόλου του σχολείου, συμβάλλοντας έτσι στην επιδιωκόμενη ενίσχυση του σχολικού παιδαγωγικού περιβάλλοντος. Η εν λόγω καινοτομία βασίζεται στη διαθεματική προσέγγιση της γνώσης, προωθεί την ανάπτυξη σχεδίων εργασίας ( project), την ομαδοσυνεργατική διδασκαλία και ενισχύει τη δημιουργική και διερευνητική μάθηση και την κριτική σκέψη.»[1]
Αν και το ζητούμενο στην εκπαίδευση σήμερα, είναι η διεπιστημονική και διαθεματική προσέγγιση της γνώσης, δεν είναι λίγες οι φορές, όπου ως εκπαιδευτικοί προβληματιζόμαστε που θα κατατάξουμε ένα πρόγραμμα που σχεδιάσαμε και υλοποιούμε στα πλαίσια της Ευέλικτης ζώνης. Ίσως ο προβληματισμός αυτός να είναι απόρροια του οξύμωρου σχήματος των υπευθύνων Περιβαλλοντικής Αγωγής, Αγωγής Υγείας, Πολιτιστικών θεμάτων, όπου ο καθένας επιδιώκει να παρουσιάσει το μέγιστο αριθμό προγραμμάτων στο δικό του πεδίο.
Μια μέρα στο Μουσείο είναι πρόγραμμα μουσειοπαιδαγωγικής και επομένως κατατάσσεται στα προγράμματα που εποπτεύονται από τον υπεύθυνο Πολιτιστικών; Ή μπορεί ταυτόχρονα να θεωρηθεί και πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης;
Νομίζω πως είναι ερωτήματα που γεννιόνται από τη στιγμή που οριοθετούνται στεγανά ή δεν έχουμε σαφή εικόνα του ρόλου της Π.Ε.
Η Π.Ε για πολλούς στη χώρα μας στοχεύει στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση για τα μείζονα περιβαλλοντικά προβλήματα καθώς και στη διαμόρφωση στάσεων και αξιών για την προστασία και την αειφορική διαχείριση του περιβάλλοντος. Θεωρώ πως αυτό είναι αποτέλεσμα μιας αντίληψης κάτω από την επίδραση του νεοθετικισμού όπου «η φύση στο χώρο της παιδείας αναπτύσσεται με δύο αντιθετικές θέσεις: 1) η φύση είναι μια αδρανής μάζα που ο άνθρωπος τη χειρίζεται και την εκμεταλλεύεται σύμφωνα με το συμφέρον του, 2) η φύση αποτελεί τον κυρίαρχο και καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση του πολιτισμού. Η πρώτη χρησιμοποιείται από την τεχνοκρατία και οδήγησε στην οικολογική κρίση. Θεωρεί ότι το κέντρο πολιτισμού μετακινείται προς την περιοχή της εντατικότερης εκμετάλλευσης των πηγών. »[2]
Πέρα από όποιες θεωρητικές προσεγγίσεις για την Π.Ε, η θεματολογία των περισσοτέρων προγραμμάτων που υλοποιούνται κάθε χρόνο, αναδεικνύει πως η Π.Ε παρά τον επαναπροσδιορισμό της να ενταχθεί στη γενικότερη κοινωνική πραγματικότητα, παραμένει στην ευαισθητοποίηση και επίλυση προβλημάτων περιβαλλοντικής φύσης. Μέσα σ’ αυτή τη λογική ένα πρόγραμμα που έχει ως πεδίο δράσης ένα λαογραφικό ή αρχαιολογικό μουσείο δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης.

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ- ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΕΝΑ ΕΙΔΩΛΙΟ


Η Σοφία δεν έρχεται για πρώτη φορά στο Μουσείο. Πέρσι είχε έρθει με την τάξη της για να δουν τα ευρήματα, που υπάρχουν εδώ, από τη Νεολιθική εποχή. Της είχαν κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση, που έδωσε υπόσχεση στον εαυτό της να ξαναρθεί. Kαι να που κράτησε αυτή την υπόσχεση.
-Μόνη σου ή είναι και άλλα παιδιά; Ακούει δίπλα της μια φωνή. Είναι ο φύλακας
του Μουσείου ο κυρ- Στέφανος.
-Όχι, είμαι μόνη μου, οι γονείς μου κάθονται στην πλατεία Αναύρου, με άφησαν να έρθω…τα λόγια της τρεμάμενα ανεβαίνουν, λες και μετάνιωσε για το τόλμημά της.
-Πολύ ωραία, πέρασε μέσα. Χαίρομαι να βλέπω παιδιά να έρχονται στο Μουσείο. Να θυμάσαι όμως μικρή μου πως βλέπουμε αλλά δεν αγγίζουμε. Εντάξει;
Το Μουσείο είναι άδειο από επισκέπτες. Η Σοφία προχωρά προς την αίθουσα με τα εκθέματα της Νεολιθικής εποχής. Σταματά μπροστά σ’ ένα μικρό σπιτάκι. Το παρατηρεί με προσοχή.
- Είναι αναπαράσταση νεολιθικού σπιτιού. Προσπάθησε να ξεχωρίσεις τα υλικά από τα οποία φτιάχτηκε.
Η Σοφία ξαφνιάζεται. Γυρίζει δεξιά, γυρίζει αριστερά, κανείς. Να ‘ταν ο φύλακας; Αλλά τούτη η φωνή ήταν σαν της μάνας της γλυκιά.
-Μη φοβάσαι μικρή μου. Εγώ σου μιλώ.
Η Σοφία με έκπληξη βλέπει να της μιλά ένα πήλινο αγαλματάκι που δείχνει μια γυναικεία μορφή και βρίσκεται στην απέναντι προθήκη. Θέλει να φύγει, μα τα πόδια της λες και κόλλησαν στο πάτωμα, δεν την αφήνουν να κάνει βήμα. Θέλει να φωνάξει βοήθεια, αλλά κι η φωνή της δύναμη δεν έχει, ένας κόμπος στο λαιμό της… το μόνο που κατά φέρνει να πει είναι «μιλούν τα αγαλματάκια;»
-Και βέβαια μιλούν, όλα τα αντικείμενα του Μουσείου έχουν τη δική τους φωνή»[3]
Αυτή τη φωνή των εκθεμάτων από γραμμική παρουσίαση θελήσαμε να την μετατρέψουμε σ’ ένα διάλογο με τον μικρό επισκέπτη, όπου καλείται να παρατηρήσει, να σκεφτεί και να απαντήσει.
"- Σοφία να σου γνωρίσω τους πιο αγαπημένους φίλους μου.
- Μοιάζουν λίγο με τα πιθάρια της γιαγιάς μου, που είναι στο κατώι του σπιτιού της. Μόνο που εκείνα είναι πολύ πιο μεγάλα και ασβεστωμένα...
-Αυτά που βλέπεις μπροστά σου λέγονται αγγεία φτιαγμένα από το ίδιο υλικό, που έχω πλαστεί και εγώ. Ίσως ορισμένα σου φανούν κακομούτσουνα. Αν τα προσέξεις λίγο περισσότερο θα δεις πως έχουν τη δική τους ξεχωριστή ομορφιά, είναι και αυτά έργα χειρών ανθρώπων. Οι περισσότεροι επισκέπτες τα προσπερνούν.
Θα ήθελες να μου πεις που νομίζεις ότι τα χρησιμοποιούσαν οι νεολιθικοί άνθρωποι;
Εσύ σήμερα τι θα έβαζες μέσα σ' αυτά;"
Η φωνή των εκθεμάτων με πρωταγωνιστή ένα ειδώλιο συνεχίζει το ταξίδι στο χρόνο. Θέλει να φέρει τα παιδιά -επισκέπτες στην εποχή που το κυνήγι και το ψάρεμα ήταν οι αγαπημένες ασχολίες των ανθρώπων, τα κοχύλια γίνονταν στολίδια για να φορεθούν από άνδρες και γυναίκες, μεγάλους και μικρούς. Ήταν η εποχή που ο κεραμέας κατασκεύαζε αγγεία σκουρόχρωμα, καστανά, κόκκινα, μα και σχεδόν λευκά χωρίς να ξέρει κάποια μυστικά. Τα μυστικά του χρώματος ήταν υπόθεση της "μάνας γης". Ήταν μια εποχή που τα απλά καθημερινά αντικείμενα ήταν φτιαγμένα από υλικά που έβρισκαν οι άνθρωποι στο γύρω φυσικό τους περιβάλλον.
Το πρόγραμμα σχεδιάστηκε για μαθητές δημοτικού.
Στόχοι του προγράμματος:
Ø Η επίσκεψη στο Μουσείο να είναι ελκυστική ώστε να τραβήξει την προσοχή των μικρών επισκεπτών.
Ø Να φέρει τους μαθητές σε μια πρώτη επαφή με το νεολιθικό πολιτισμό.
Ø Να διαπιστωθεί κατά πόσον τα προς μετάδοση περιεχόμενα της έκθεσης γίνονται κατανοητά.
Ø Να αναπλάσουν με τη φαντασία τους οι μαθητές μια εποχή που σηματοδοτεί μια πορεία διαχείρισης του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο. Μια εποχή μετασχηματισμού όπου οι φυσικοί οδοί μετατρέπονται σε δίαυλοι επικοινωνίας και εμπορίου.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μέσα από αυτή τη συνοπτική παρουσίαση ίσως να φάνηκε πως η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση μπορεί να συναντήσει και την Μουσειοπαιδαγωγική στα προγράμματά μας που σχεδιάζουμε στα πλαίσια της Ευέλικτης Ζώνης και όχι μόνο.
«Ο πολιτισμός δεν παράγεται στο μουσείο, όμως το μουσείο είναι τόπος (ανα)παράστασης της πολιτισμικής ή κάποιας άλλης παραγωγής. Τόπος (ανα)παράστασης ιστορίας, και άρα τόπος όπου μπορεί να παράγεται πολιτισμική ταυτότητα.»[4]
Πλησιάζοντας τα μουσεία και τα εκθέματά τους με μια άλλη οπτική και ερμηνευτική προσέγγιση ίσως να κατανοήσουμε πως περιβάλλον δεν είναι η εξωτερική πραγματικότητα που μας εγκλωβίζει στους νόμους της και στην απειλή του είναι μας. Αν και ο άνθρωπος της Δύσης με τον «ορθό λόγο» έδωσε απαντήσεις σε πολλά ερωτήματά του συνάμα έφερε την αταξία στο φυσικό περιβάλλον διασπώντας τον κύκλο της ζωής και το αποτέλεσμα είναι το κάθε οικοσύστημα να μεταβάλλεται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Προστατεύουμε το περιβάλλον γιατί κινδυνεύουμε εμείς; Μήπως το κοσμολογικό μοντέλο του «μεγάλου» δυτικού πολιτισμού θα συνεχίζει να μας οδηγεί σε αντιφάσεις;



Βιβλιογραφία:
Αλαχιώτης Σταμάτης, Η Ευέλικτη Ζώνη του Σχολείου, Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων

Δημητρίου Σωτήρης. (1996) Η εξέλιξη του ανθρώπου. Αθήνα: Καστιανιώτης

Μούλιου Μάρλεν. (2003) Μουσειακές Εκθέσεις: Από τη θεωρία στην Πράξη. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Τσιμπλούλης Γεράσιμος (2000). Παρέα με ένα ειδώλιο. εργασία για το τμήμα του Ι.Α.Κ.Α Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Σκουτέρη -Διδασκλάλου Ε., (1994) Λαογραφικά Μουσεία, Πολιτισμική Ταυτότητα και Ιστορική Μνήμη: Όροι και Επισημάνεις πρακτικά Α΄ Συνάντησης Λαογραφικών Μουσείων στα Πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης, Αθήνα 1-5 Οκτωβρίου, Αθήνα: Ελληνική Εταιρεία Λαογραφικής Μουσειολογίας

[1] Αλαχιώτης Σταμάτης, Η Ευέλικτη Ζώνη του Σχολείου, Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων
[2] Δημητρίου Σωτήρης. (1996) Η εξέλιξη του ανθρώπου. Αθήνα: Καστιανιώτης
[3] Τσιμπλούλης Γεράσιμος (2000). Παρέα με ένα ειδώλιο. εργασία για το τμήμα του Ι.Α.Κ.Α Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
[4] Σκουτέρη -Διδασκλάλου Ε., (1994) Λαογραφικά Μουσεία, Πολιτισμική Ταυτότητα και Ιστορική Μνήμη: Όροι και Επισημάνεις πρακτικά Α΄ Συνάντησης Λαογραφικών Μουσείων στα Πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης, Αθήνα 1-5 Οκτωβρίου, Αθήνα: Ελληνική Εταιρεία Λαογραφικής Μουσειολογίας