Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008

Μακρινίτσα-παραδοσιακός οικισμός


"Ο παραδοσιακός οικισμός της Μακρινίτσας
και η φύση"
Μια πρώτη προσέγγιση
μέσα από την Κοινωνική Ανθρωπολογία»


του Τσιμπλούλη Γεράσιμου


Η φύση και ο άνθρωπος καθώς και οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους αποτέλεσε και αποτελεί πεδίο έρευνας. Οι φυσιοκρατικές θεωρίες ξεκινούν από την αντίληψη του 18ου αιώνα πως ο άνθρωπος υπακούει στους φυσικούς νόμους σε αντίθεση με τις παραδοσιακές ιδέες και αντιλήψεις της θείας πρόνοιας και καταγωγής. Η πιο διαδεδομένη θεωρία είναι αυτή που αποδίδει τα φυσικά και κοινωνικά γνωρίσματα του ανθρώπου στο γεωγραφικό παράγοντα. Η ανθρωπογεωγραφία τόνισε τη στενή εξάρτηση του ανθρώπου και του κράτους από το έδαφος. Σήμερα η γαλλική σχολή του Braudel συνεχίζει τη μελέτη της αλληλεξάρτησης της κουλτούρας με το περιβάλλον.
Σε αντιδιαστολή με την ανθρωπογεωγραφία και κάτω από την επίδραση του νεοθετικισμού έχει περάσει η αντίληψη της «φυσικής» γεωγραφίας που αναπτύσσεται με δύο αντιθετικές απόψεις: Η πρώτη παρουσιάζει τη φύση ως μία αδρανή μάζα που άνθρωπος χειρίζεται και εκμεταλλεύεται σύμφωνα με το δικό του συμφέρον. Η θεώρηση αυτή χρησιμοποιήθηκε από τους τεχνοκράτες με συνεπακόλουθο τα τεράστια περιβαλλοντικά προβλήματα και την οικολογική κρίση. Η δεύτερη άποψη θεωρεί τη φύση κυρίαρχο και καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση του πολιτισμού (Δημητρίου 1996).
Σήμερα στις κοινωνικές επιστήμες τείνει να επικρατήσει η αντίληψη πως η φύση δεν είναι μια αιώνια και αναλλοίωτη ουσία έξω από την ανθρώπινη κοινωνία. Ιδιαίτερα η Κοινωνική Ανθρωπολογία προωθεί μια διαλεκτική αντίληψη για τη σχέση φύσης και πολιτισμού. Ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης και η εξέλιξη του πραγματοποιείται διαμέσου των αντενεργειών του με αυτήν. «Η κοινωνικοποίηση της φύσης και ο συνεχής διάλογος με τον πολιτισμό επηρεάζουν τις ίδιες τις λειτουργίες της» (Νιτσιάκος 1991:15). Στη φύση λοιπόν είναι ενσωματωμένη η ιστορία της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η Μακρινίτσα, χαρακτηρισμένος παραδοσιακός οικισμός, αποτελεί πεδίο της προσέγγισής μας μέσα από την οπτική της κοινωνικής μεταβολής και των παραπάνω θέσεων. Οι τοπικές κοινωνίες σήμερα βιώνουν ριζικές αλλαγές, ώστε οι παλιές α-ιστορικές και στατικές προσεγγίσεις που δημιουργούν μια μυθοποιητική εξιδανίκευση όπου ο Έλληνας χωρικός είναι εγγυητής της συνέχειας του λαϊκού πολιτισμού, να τίθενται στο περιθώριο.
Το φυσικό περιβάλλον της Μακρινίτσας καθόρισε τις πρωτογενείς παραγωγικές δραστηριότητες των κατοίκων της. Η γεωργία και η κτηνοτροφία ήταν οι δύο βασικές δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν σε μια πρώτη ιστορική φάση του χωριού. Η σηροτροφία, η υφαντική και η βυρσοδεψία σήμαναν τη μετάβαση από την αυτάρκεια στην εμπορευματοποίηση της οικονομίας. Το εμπόριο οδήγησε στην οικονομική απογείωση, την κοινωνική ευμάρεια και την πολιτιστική άνθιση που καθρεφτίζεται σήμερα στα αρχιτεκτονικά της κατάλοιπα. Επομένως η οικειοποίηση των φυσικών πόρων με τις θρησκευτικές δοξασίες και τελετουργίες, οι παραγωγικές σχέσεις με τις κοινωνικές δομές, οι υλικές πλευρές του πολιτισμού με τις πνευματικές αναδεικνύουν τη βαθύτερη σχέση των ανθρώπων με το περιβάλλον.
Ο αρχικός οικισμός της Μακρινίτσας αναπτύχθηκε γύρω από το μοναστήρι της Παναγίας στο διάστημα 1204-1215. Μέχρι τις παραμονές της τουρκικής κατάκτησης της Θεσσαλίας, ήταν μοναστηρότοπος. Στη συνέχεια πέρασε στην κατοχή του Σουλτάνου με ιδιαίτερα προνόμια. Στο τέλος του 18ου αιώνα η Μακρινίτσα ήταν το μεγαλύτερο χωριό από τα βακούφια σε πλούτο και πληθυσμό(Νάνου-Σκοτεινώτη 1998). Το 1881, έτος προσάρτησης της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, βρίσκει τη Μακρινίτσα σε σημαντική οικονομική κίνηση και χειροτεχνική ανάπτυξη. Μετά την ακμή θα αρχίσει μια φθίνουσα πορεία τόσο στο ανθρώπινο δυναμικό όσο και στον οικονομικό τομέα. Οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι έφεραν τον οικονομικό μαρασμό στις ανταλλακτικές σχέσεις ενώ η ανάπτυξη της βιομηχανίας έφερε πλήγμα στην οικιακή χειροτεχνία. Κατά την μεταπολεμική περίοδο οι θεμελιώδεις αλλαγές που οφείλονται σε συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές και σε συγκεκριμένα ιστορικά αίτια, οδήγησαν στην αστικοποίηση του αγροτικού πληθυσμού και μετατόπισαν το κέντρο της αγροτικής οικονομίας από τα ορεινά στα πεδινά. Η Μακρινίτσα δε θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από τις ευρύτερες ιστορικές αλλαγές και τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Η Μακρινίτσα των 6000 κατοίκων στα 1880, κατά το Ν. Γεωργιάδη, έφθασε στο 2006 να αριθμεί 500 ψυχές.
Σήμερα η φύση και η παράδοση παραπέμπουν σε ένα ειδυλλιακό παρελθόν, ενώ το παρόν αντιμετωπίζεται ως εκφυλισμένη μορφή του. (Β. Νιτσιάκος 2003) Ο λόγος για τη φύση και την παράδοση τείνει να γίνει ο κυρίαρχος λόγος και στις τοπικές κοινωνίες, που θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται ως παραδοσιακές. Πρόκειται για την κατασκευή μιας «ετεροτοπίας», που ικανοποιεί τις αναζητήσεις των τουριστών για μια άλλη εμπειρία σε έναν άλλο τόπο και χρόνο, στα πλαίσια του ελεύθερου χρόνου τους. Παραδοσιακό ξενοδοχείο, παραδοσιακή ταβέρνα, παραδοσιακό φαγητό, παραδοσιακοί χοροί, παραδοσιακή κοινότητα εντάσσονται στα πλαίσια μιας «κοινωνικής» κατασκευής της φύσης και της παράδοσης κάτω από την ηγεμονία του αστικού–δυτικοευρωπαϊκού πολισμού. Η παράδοση από βίωμα γίνεται αναβίωση και αντικείμενο τουριστικής αξιοποίησης.
Μελετώντας τους παραδοσιακούς οικισμούς θα πρέπει πρώτα να αποσαφηνίσουμε το τι είναι παράδοση και τι παραδοσιακό. Στη συνέχεια να εξετάσουμε την παράδοση σε σχέση με τη νεωτερικότητα, την κοινωνική ζωή και γενικά τη σύγχρονη πραγματικότητα που βιώνουμε.
Η επικράτηση στην ανθρωπολογία μιας οπτικής βασισμένης στη διάζευξη θα πρέπει να αποδοθεί στις ανθρώπινες σχέσεις και οι πολιτισμοί προσεγγίζονται με νοητικά εργαλεία, οι ρίζες των οποίων ανάγονται σε ένα σύνθετο ιστορικό γίγνεσθαι. Τίποτα δε γίνεται πλήρως αντιληπτό χωρίς την ταυτόχρονη διατύπωση του αντίθετου ή του διαφορετικού (Πετρονώτη 1998). Το παρόν αντιδιαστέλλεται με το παρελθόν, το αστικό με το λαϊκό, το παραδοσιακό με το μοντέρνο, το χωριό με την πόλη, η φύση με τον πολιτισμό.
Η σχέση του παρόντος με το παρελθόν είναι ένα από τα ζητήματα που απασχολούν και την Κοινωνική Ανθρωπολογία. Οι σύγχρονες ανθρωπολογικές μελέτες δέχονται πως το παρελθόν είναι μια ρευστή έννοια και οι σχέσεις που υπάρχουν με το παρόν είναι ιδεολογικές κατασκευές, που πηγάζουν από τις τρέχουσες συνθήκες. Οι έννοιες της παράδοσης και του μοντέρνου είναι αυτές που κατασκευάζουν ταυτότητες μέσα στα πλαίσια των σχέσεων της τοπικής κοινωνίας με το παγκόσμιο σύστημα.
Σήμερα ο αγρότης δεν θεωρείται πια ο αγνός εκφραστής του λαϊκού πολιτισμού. Παρότι η «παράδοση» εξακολουθεί να παραμένει συμβολικό σύστημα που αποδεικνύει την ανεξαρτησία και την κυριαρχία του έθνους-κράτους, τα σύμβολα διαφοροποιούνται καθώς για το εθνικό κράτος οι εκφραστές της «παράδοσης» δεν υπάρχουν πια στη ζωή (Δέλτσου 1995).
Η Μακρινίτσα όπως και άλλα χωριά στο Πήλιο, η χώρα στη Σέριφο, η Οία στη Σαντορίνη, τα Ζαγοροχώρια, τα Αμπελάκια, η Μάνη, το Νυμφαίον της Φλώρινας, ο Πάνορμος της Τήνου βρέθηκαν κάτω από μια ιδεολογική ομπρέλα που έχει το δικό της στίγμα μέσα από τη σημασία που έχει η παράδοση και η πολιτιστική κληρονομιά για την οντότητα του έθνους-κράτους. Όπως έχει αποδείξει η Κυριακίδου-Νέστορος (1978), το παρελθόν υπήρξε για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος το μέσο απόδειξης της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας του. Το παρελθόν που χρησιμοποιήθηκε, για να εδραιωθεί η εθνική κυριαρχία του κράτους, ήταν η παράδοση, η οποία μελετήθηκε από την επίσης νεοσύστατη τότε επιστήμη της Λαογραφίας. Μέσα στη διαδικασία της εθνικής χρήσης του παρελθόντος η παράδοση και ο λαϊκός πολιτισμός αποσπάστηκαν από το ιστορικό πλαίσιο και τις πραγματικές συνθήκες ζωής των ανθρώπων. Οι χωρικοί αναπαράγουν αέναα τον τρόπο ζωής των προγονικών γενεών, ενώ στις εθιμικές τους πράξεις ανακαλύπτουμε επιβιώματα της ζωής και της σκέψης των αρχαίων Ελλήνων. Το κεντρικό αξίωμα της πολιτισμικής συνέχειας αποτέλεσε την οργανωτική αρχή για τη συλλογή, ταξινόμηση και ιεράρχηση όλων των εθνογραφικών λημμάτων (M. Herzfeld). Η παράδοση εντάσσεται στα πλαίσια ενός συμβολικού χρόνου που παραμένει αναλλοίωτος. Τα μνημεία, τεκμήρια του παραδοσιακού χρόνου, παραμένουν επίσης αναλλοίωτα, παρότι η ζωή των ανθρώπων χαρακτηρίζεται από αλλαγές.
Σήμερα πολιτικοί επιστήμονες καθώς και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας μιλούν για διάβρωση των τοπικών πολιτισμών και προβλέπουν μια πολιτισμική ομογενοποίηση. Οι πολιτιστικές ροές (εικόνες, λέξεις, πληροφορίες, γνώσεις), αλλά και οι αξίες, οι πεποιθήσεις, οι νόρμες που τις συνοδεύουν, ξεκινούν από τις πλούσιες χώρες της Δύσης και κατακλύζουν ολόκληρο τον κόσμο. Το δυτικό πολιτισμικό πρότυπο ασκεί μια παγκόσμια ηγεμονία και τείνει να επιβληθεί σε κάθε γωνιά του πλανήτη, περιθωριοποιώντας ή απειλώντας ακόμη και με αφανισμό τους άλλους πολιτισμούς (Κ. Βρύζας 1997). Η παράδοση και ο λαϊκός πολιτισμός μέσα σ’ αυτό το κλίμα γίνονται ισχυρά σύμβολα μιας ενοποιημένης εθνικής ταυτότητας.
Μέσα σ’ αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο ορισμένοι οικισμοί χαρακτηρίστηκαν από το ΥΠΠΟ παραδοσιακοί. Οι έννοιες της ιστορικής συνέχειας και της αυθεντικότητας ενός οικισμού, καθώς και ο φόβος για την κατεδάφιση ή την «κακοποίηση» των παλιών τους σπιτιών επέβαλε ένα θεσμικό πλαίσιο διατήρησης και προστασίας τους. Τα σπίτια των ανθρώπων μετατράπηκαν σε συλλογικά μνημεία με συμβολική και κοινωνική αξία. Σύμφωνα με την Εφορεία Νεοτέρων Μνημείων, ως ιστορικός τόπος χαρακτηρίζεται ένας οικισμός του οποίου τα μορφολογικά, πολεοδομικά, αρχιτεκτονικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά, καθώς και το σύνολο του κτιστού περιβάλλοντος έχουν διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτα. Ο χαρακτηρισμός της Μακρινίτσας ως παραδοσιακού οικισμού επιβάλλει συγκεκριμένους πολεοδομικούς περιορισμούς που καθορίζουν τις όποιες αλλαγές μπορούν να γίνουν στα παλιά σπίτια ή το πώς θα κτιστούν τα νέα μέσα στο χωριό. Ορισμένες «παραφωνίες» που μπορούμε να παρατηρήσουμε σε μια περιδιάβασή μας (κεραμίδια σε στέγες, το κτήριο που στεγάζει την Κοινότητα, κ.α) είναι το αποτέλεσμα μιας πρακτικής που σταμάτησε με το χαρακτηρισμό του οικισμού ως παραδοσιακού.
Ορισμένα ερωτήματα που προκύπτουν μέσα από αυτή τη σύντομη μελέτη της Μακρινίτσας είναι: Ποια η σχέση του παρελθόντος με το παρόν; Υπάρχει συνέχεια ή μία τομή; Μήπως οι όροι που κατασκευάζουν το παραδοσιακό είναι όροι διαφοράς και ασυνέχειας; Το «άλλοτε» και το «αλλού», που αναζητά ο πρώην χωρικός, σημερινός αστός, μήπως είναι το κοντινό παρελθόν και το χωριό που άφησε πίσω του;
Πράγματι αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως παρελθόν γίνεται αντιληπτό ως κάτι διαφορετικό από το παρόν που χαρακτηρίζεται για την κίνησή του προς τα μπρος και εκφράζεται με την έννοια της προόδου. Η παράδοση προκύπτει από τη στιγμή που παύει να είναι ζώσα πραγματικότητα.
Μελετώντας τα αρχοντικά του χωριού θα διαπιστώσουμε πως εξωτερικά το αρχιτεκτονικό τους κέλυφος παραμένει σταθερό, ενώ εσωτερικά η διαμόρφωση και η λειτουργία των χώρων ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες. Τα αρχοντόσπιτα έπαψαν να στεγάζουν πατριαρχικές οικογένειες. Σήμερα φιλοξενούν επισκέπτες που αναζητούν να ξεφύγουν για λίγο από τους ρυθμούς της αστικής τους ζωής. Το κατώι που εξυπηρετούσε τις ανάγκες αποθήκευσης των αγαθών, τώρα έχει μετατραπεί σε χώρο καθιστικό και τραπεζαρίας για το πρωινό. Το δοξάτο και ο μουσαφίρ οντάς του καλοκαιρινού ορόφου έχουν γίνει δωμάτια-σουίτες.
Τα σημερινά σπίτια που χτίζονται, αρχιτεκτονικά λέμε πως ανήκουν στην πηλιορείτικη αρχιτεκτονική ταυτίζοντας με τον όρο παραδοσιακή. Τα δομικά υλικά παραμένουν η πέτρα και το ξύλο, οι πλάκες και ο τσατμάς; ή χρησιμοποιούνται σύγχρονα υλικά;
Η πλατεία του χωριού, το παζάρι έπαψε να είναι το οικονομικό κέντρο της τοπικής κοινωνίας και ο χώρος συνεύρεσης του ανδρικού πληθυσμού. Οι οικονομικές δραστηριότητες απλώνονται στο δρόμο που ξεκινά από τη Μπράνη και φθάνει στην πλατεία. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια μικρομάγαζα με είδη «λαϊκής» τέχνης προβάλλουν στον αμαξωτό δρόμο Μπράνης-Πρεβαντόριου.
Οι εκκλησίες συνεχίζουν να αποτελούν χώρους για την εκπλήρωση των θρησκευτικών αναγκών των κατοίκων. Έπαψαν όμως προ πολλού να έχουν τον χαρακτήρα της ενοριακής εκκλησίας. Σήμερα στέκουν κλειδαμπαρωμένες περιμένοντας τη μέρα που γιορτάζουν για να λειτουργηθούν.
Οι κρήνες, κοινοτικές βρύσες, πρόσφεραν σε ανθρώπους και ζώα το μεγάλο δώρο της φύσης, το νερό. Γυναίκες και κοπέλες έρχονταν στην κρήνη να πάρουν νερό, μα και να πλύνουν ρούχα. Μέχρι να γεμίσει το γκιούμ(ι) ή η στάμνα, έπιαναν την κουβέντα σχολιάζοντας τα τεκταινόμενα. Παλικάρια σταματούσαν σ’ αυτή για να πάρουν μια ανάσα, να ξεδιψάσουν και να ποτίσουν τα ζωντανά τους, να ρίξουν μια κλεφτή ματιά στην αγαπημένη τους. Σήμερα οι κρήνες γίνονται μάρτυρες μιας άλλης εποχής, αξιοθέατο προς τέρψη των επισκεπτών και πεδίο μελέτης για μαθητικές ομάδες.
Αν το νήμα της σκέψης μας περνά μέσα από τη δυαδική λογική και την καθαρότητα διχοτομήσεων, τότε η Μακρινίτσα διατηρεί μια αυθεντικότητα που δεν εξαρτάται από τη μοναδικότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς αλλά από την αρχιτεκτονική μορφή που τελεί κάτω από ειδική προστασία. Η ομπρέλα της παράδοσης παρουσιάζει το παρελθόν ως μια περίοδος ριζικής διαφοροποίησης από το παρόν. Γίνεται ένας τόπος περιβαλλοντικής αξίας και αισθητικής απόλαυσης για τους επισκέπτες, ενώ παραγνωρίζεται ως ένας χώρος με δυσκολίες για την επιβίωση των ντόπιων. Οι ψηφιακές ή μη φωτογραφικές μηχανές των τουριστών παγιδεύουν τον αγωγιάτη με τα μουλάρια του την ώρα της δουλειάς. Αποτυπώνουν ένα παρελθόν στο παρόν, ως μια ειδυλλιακή παραδοσιακή εικόνα. Αγνοούν ή παραβλέπουν το οικονομικό βάρος της μεταφοράς για τους ιδιοκτήτες που θέλουν να επισκευάσουν τα σπίτια τους.
Αν όμως ο εθνογραφικός μας φακός σταθεί με μια κρητική στάση απέναντι στην οπτική της διάζευξης, τότε το θεωρητικό ζητούμενο είναι να δούμε και να εξετάσουμε τον παραδοσιακό πολιτισμό του παρελθόντος με το σήμερα ως μια ιστορική διαδικασία που διαφοροποιεί τον κόσμο καθώς τον ενώνει. Οι τοπικές κοινωνίες δεν είναι κλειστά συστήματα σταθερά και αναλλοίωτα. Η αντίληψη του παρελθόντος ενέχει στοιχεία συνέχειας με το παρόν μέσα από μία βιωματική πρόσληψη του χώρου και του χρόνου από τους κατοίκους της τοπικής κοινωνίας που τον βιώνουν.
Ανάμεσα λοιπόν στην παράδοση και τη νεωτερικότητα αναπτύσσεται μια δυναμική που εκφράζεται με θέση, αντίθεση και τελικά σύνθεση. Η αναθέρμανση και η επιστροφή αυτή (στην παράδοση) να μην καταντήσει άγονος και επιζήμιος δρόμος, εθνικισμός και προγονοπληξία (Αναγνωστόπουλος Β. 2005). Η αισθητική του τοπίου και της αρχιτεκτονικής δε θα πρέπει να είναι η μοναδική μας αναζήτηση στη μελέτη των παραδοσιακών οικισμών. Ας ανακαλύψουμε τι υπάρχει πίσω από τις εικόνες και τα πρόσωπα.
Μήπως τελικά η οπτική μας στο θέμα της παράδοσης θα πρέπει να ενέχει στοιχεία συνέχειας και συνύπαρξης;

Βιβλιογραφία
Βρύζας Κ., Παγκόσμια επικοινωνία και πολιτιστικές ταυτότητες, Gutenberg, Αθήνα 1997
Νάνου-Σκοτεινιώτη Α., Η Μακρινίτσα του Πηλίου, Κοινότητα Μακρινίτσας, Μακρινίτσα 1998
Νιτσιάκος Β., Παραδοσιακές κοινωνικές δομές, Οδυσσέας, Αθήνα 1991
Νιτσιάκος Β., Χτίζοντας το χώρο και το χρόνο, Οδυσσέας, Αθήνα 2003
Δαμιανάκος Σ., Από τον χωρικό στον αγρότη, Εξάντας-ΕΚΚΕ, Αθήνα 2002
Δέλτσου Ε., Ο ιστορικός τόπος και η σημασία της παράδοσης για το έθνος-κράτος, από το φάκελο σημειώσεων Ανθρωπολογία του ελληνικού χώρου και της Μεσογείου, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας, 2005-06
Δημητρίου Σ., Η εξέλιξη του ανθρώπου, τόμος IV, Καστανιώτης, Αθήνα 1996
Κυριακίδου- Νέστορος Α., Η Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας: Κριτική Ανάλυση, Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 1978
Περτρονώτη Μ., Το πορτραίτο μίας διαπολιτισμικής σχέσης, Κρυσταλλώσεις, ρήγματα, ανασκευές (με τη συμμετοχή της Κ. Ζαρκιά), ΕΚΚΕ, ΟΥΝΕΣΚΟ, Πλέθρον, Αθήνα 1998

Δεν υπάρχουν σχόλια: